- χείρακρα
- χείρ-ακρα, τά, die Spitzen der Hände
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χείρακρα — τὰ, Α τα άκρα τών χεριών από τον καρπό και κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἄκρα, πληθ. τού ἄκρον (πρβλ. ἄκρα χειρῶν)] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek